Messinia Live

Κλιματική Αλλαγή: Αυξάνονται οι πολύ ζεστές ημέρες και μειώνονται οι πολύ κρύες βραδιές

Κάθε δεκαετία που περνά, αυξάνεται στην Ελλάδα ο αριθμός των πολύ ζεστών ημερών και παράλληλα μειώνεται ο αριθμός των πολύ κρύων βραδιών μέσα στη χρονιά, κάτι που έχει επιπτώσεις στην υγεία και στην ευεξία των κατοίκων της Ελλάδας, σύμφωνα με μια μελέτη ερευνητών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), η οποία δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό κλιματολογίας «International Journal of Climatology»

Κάθε δεκαετία που περνά, αυξάνεται στην Ελλάδα ο αριθμός των πολύ ζεστών ημερών και παράλληλα μειώνεται ο αριθμός των πολύ κρύων βραδιών μέσα στη χρονιά, κάτι που έχει επιπτώσεις στην υγεία και στην ευεξία των κατοίκων της Ελλάδας, σύμφωνα με μια μελέτη ερευνητών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), η οποία δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό κλιματολογίας «International Journal of Climatology».

Σημαντική αύξηση καταγράφεται στον αριθμό των «ζεστών ημερών» (ημέρες που κάποιος αισθάνεται δυσφορία λόγω της ζέστης), με μέσο ρυθμό πέντε πρόσθετων ημερών ανά δεκαετία. Οι μεγαλύτερες τάσεις αύξησης εμφανίζονται στη δυτική και στη βόρεια Ελλάδα.

Στα Ιωάννινα, για παράδειγμα, οι «ζεστές ημέρες» αυξάνονται με ρυθμό έξι ημερών ανά δεκαετία. Στην ήδη ευάλωτη στη ζέστη Λάρισα και γενικότερα τη Θεσσαλία, ο ρυθμός αύξησης φτάνει τις τέσσερις ημέρες ανά δεκαετία, όσο και στην Αττική. Αρκετά μικρότεροι είναι οι ρυθμοί αύξησης στην Κρήτη και τη Ρόδο (δύο και τρεις μέρες αντίστοιχα), γεγονός που σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται στην ευεργετική δράση των εποχιακών ανέμων βορείων διευθύνσεων (μελτέμι).

«Το 1859, ο Βρετανός φυσικός Τζον Τίνταλ διαπίστωσε ότι το διοξείδιο του άνθρακα συγκρατεί θερμότητα και ότι οι μεταβολές στη σύσταση της ατμόσφαιρας μπορούν να επηρεάσουν το κλίμα. Αυτά τα ευρήματα οδήγησαν τον Σουηδό χημικό, μετέπειτα νομπελίστα, Σβάντε Αρένιους, να συμπεράνει το 1896 ότι η καύση άνθρακα και πετρελαίου μπορεί να ανεβάσει τη θερμοκρασία του πλανήτη. Ο Αρένιους υπολόγισε ότι οι μεταβολές επρόκειτο να γίνουν αισθητές σε μερικούς αιώνες, ή ταχύτερα αν συνέχιζε να αυξάνεται η κατανάλωση άνθρακα και υδρογονανθράκων. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο Βρετανός μηχανικός Στιούαρτ Κάλενταρ διαπίστωνε ότι στους μετεωρολογικούς σταθμούς που παρακολουθούσε, η τελευταία πενταετία ήταν η θερμότερη από καταβολής μετρήσεων. “Είμαστε πλέον σε θέση να επιταχύνουμε τις φυσικές διαδικασίες” έγραψε σε μία δημοσίευση. Αυτά το 1939».

Το απόσπασμα προέρχεται από πολυσέλιδη μελέτη των χαμένων ευκαιριών της ανθρωπότητας, που δημοσιεύεται αυτή την εβδομάδα στο περιοδικό των New York Times με την υπογραφή του Νέιθανιελ Ριτς. Σήμερα, πανικόβλητοι μπροστά στη σφοδρότητα φονικών πυρκαγιών, πνιγμένοι από τυφώνες και πλημμύρες πρωτοφανούς αγριότητας, βαριανασαίνοντας από τη σκόνη των ερήμων που συνεχώς επεκτείνονται, εμβρόντητοι από το λιοπύρι στον Αρκτικό Κύκλο, ζούμε τις πρώτες επώδυνες συνέπειες μιας διαδικασίας που είχε γίνει κατανοητή, σε αδρές γραμμές, εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο λόγος που η ανθρωπότητα δεν έδρασε για να εμποδίσει την καταστροφή δεν ήταν η έλλειψη κατανόησης. Οχι μόνο η επιστημονική κοινότητα, αλλά και οι ίδιες οι πετρελαϊκές εταιρείες γνώριζαν, ήδη από τη δεκαετία του 1950, τις συνέπειες των δραστηριοτήτων τους για το παγκόσμιο κλίμα.

Ο Αμερικανός πρόεδρος που, μόλις δύο εβδομάδες μετά την ορκωμοσία του, ενημέρωσε το Κογκρέσο ότι «η ανθρωπότητα έχει μεταβάλει τη σύσταση της ατμόσφαιρας» δεν ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα ή ο Μπιλ Κλίντον, αλλά ο Λίντον Τζόνσον, το 1963. Η έκθεση των επιστημονικών συμβούλων του Λευκού Οίκου που προειδοποιούσε για λιώσιμο των πάγων, άνοδο της στάθμης των ωκεανών και οξίνιση (μείωση του PH λόγω διοξειδίου του άνθρακα, άρα αργό θάνατο) των θαλασσών δεν γράφτηκε το 2015 αλλά το 1965.

Η τελευταία επιστημονική ανακάλυψη σχετικά με τους θεμελιώδεις μηχανισμούς της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής έγινε το 1979. Εκτοτε, το μόνο που κάνουμε είναι να τελειοποιούμε τα κλιματικά μοντέλα με τη βοήθεια της απείρως μεγαλύτερης υπολογιστικής δύναμης των σύγχρονων συστημάτων, να τα τροφοδοτούμε με νέα στοιχεία από περισσότερους μετεωρολογικούς σταθμούς στη γη, στον αέρα και στο Διάστημα και να υπολογίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις τοπικές επιπτώσεις.

Ερχονται χειρότερα

Ετσι, γνωρίζουμε τι μας περιμένει. Αυτή τη στιγμή, η παγκόσμια θερμοκρασία έχει ανέβει κατά μέσον όρο έναν βαθμό Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο, ενώ έχουν «κλειδώσει» στο κλιματικό σύστημα αυτοτροφοδοτούμενες διαδικασίες που θα οδηγήσουν την άνοδο περίπου στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Αν θέλουμε να συγκρατήσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας στους δύο βαθμούς Κελσίου, ώστε ο κόσμος σε λίγες δεκαετίες να μοιάζει κάπως με τον σημερινό, χρειάζεται να σταματήσουν άμεσα οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, με παγκόσμια δράση για τον αναπροσανατολισμό των οικονομιών. «Πρόσφατη μελέτη που εξετάζει την τάση των εκπομπών ρύπων υποστηρίζει ότι οι πιθανότητες να επιτύχουμε κάτι τέτοιο είναι μία στις 20», αναφέρει ο Ριτς.

Ο κλιματολόγος Τζέιμς Χάνσεν χαρακτηρίζει την άνοδο κατά δύο βαθμούς Κελσίου καταστροφή σε αργή κίνηση. Η άνοδος κατά τρεις βαθμούς Κελσίου είναι συνταγή για σύντομη καταστροφή, με την απώλεια των περισσότερων παράκτιων πόλεων. Τέσσερις βαθμοί: μόνιμη ξηρασία στην Ευρώπη, γιγάντιες εκτάσεις της Κίνας, της Ινδίας και του Μπανγκλαντές μετατρέπονται σε έρημο. Πέντε βαθμοί, πιθανό τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού.

Οταν ο Χάνσεν, επικεφαλής του ινστιτούτου Goddard της NASA, προειδοποιούσε τη δεκαετία του 1980 ότι χρειάζονται άμεσες αλλαγές στο ενεργειακό σύστημα, ο κόσμος είχε την πολυτέλεια να υποστηρίζει ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προέβλεπε δεν έχουν ακόμη γίνει αισθητά. «Εκείνη την περίοδο οι ηγέτες προσπαθούσαν να δώσουν την εντύπωση ότι υποστηρίζουν την πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, χωρίς να προβούν σε δεσμεύσεις που θα είχαν σοβαρό κόστος», είπε ο τότε σύμβουλος του προέδρου Μπους του πρεσβύτερου, Τζον Σουνούνου. «Περίπου στο ίδιο σημείο βρισκόμαστε και σήμερα».

Είναι αλήθεια ότι χρειάζεται πολύ κουράγιο ώστε να σηκώσουν οι πολιτικοί το βλέμμα στον ορίζοντα πέρα από τις επόμενες εκλογές. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα το κάνουν, όσο η κοινή γνώμη δεν απαιτεί ριζικό αναπροσανατολισμό των οικονομιών μακριά από τα ορυκτά καύσιμα. Δεν θα το κάνουν, ακόμη κι αν έχουν δει με τα μάτια τους την καταστροφή.

Πηγή ΒΗΜΑ – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Exit mobile version