Μια δεκαετία συμπληρώνει η τοξωτή γέφυρα της Τσακώνας
Η πιο σπουδαία τοξωτή γέφυρα της Ελλάδας έχει άνοιγμα που το ξεπερνά μόνο η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και κατασκευή που την κατατάσσει μοναδική σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η τοξωτή γέφυρα της Τσακώνας, που ενώνει τους νομούς Μεσσηνίας και Αρκαδίας στην καρδιά της Πελοποννήσου, αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά και τεχνικά απαιτητικά έργα υποδομής στην Ελλάδα. Με συνολικό μήκος 390 μέτρα και μέγιστο ελεύθερο άνοιγμα 300 μέτρα, κατατάσσεται ως η δεύτερη μεγαλύτερη γέφυρα στη χώρα μετά τη γέφυρα Ρίου–Αντιρρίου και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες τοξωτές γέφυρες παγκοσμίως.
Μηχανική πρόκληση και καινοτομία
Η ανάγκη για την κατασκευή της προέκυψε μετά από μια καταστροφική κατολίσθηση το 2003, η οποία μετακίνησε περίπου 6 εκατομμύρια κυβικά μέτρα εδαφικών μαζών, καταστρέφοντας τμήμα της Εθνικής Οδού Τρίπολης–Καλαμάτας. Η γέφυρα σχεδιάστηκε ώστε να “αιωρείται” πάνω από την κατολισθαίνουσα περιοχή, χωρίς να επιβαρύνει το ασταθές έδαφος, γεγονός που την καθιστά μοναδική σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Η γέφυρα αποτελείται από έναν χαλύβδινο τοξωτό φορέα μήκους 260 μέτρων και έναν φορέα πρόσβασης από σκυρόδεμα μήκους 130 μέτρων. Το κατάστρωμα περιλαμβάνει τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας (δύο ανά κατεύθυνση), κεντρική νησίδα, πλευρικά ερείσματα και πεζοδρόμια. Ο τοξωτός φορέας έχει σταθερό ύψος 2,80 μέτρα και πλάτος 1,60 μέτρα και είναι προσβάσιμος εσωτερικά σε όλο του το μήκος.
Αντοχή και ασφάλεια
Η γέφυρα έχει σχεδιαστεί για να αντέχει σε σεισμούς μεγέθους έως 7,5 Ρίχτερ και σε ανέμους έντασης έως 10 μποφόρ. Διαθέτει αντικεραυνικό σύστημα προστασίας, ηλεκτροφωτισμό για λειτουργικές ανάγκες, φωτισμό ασφαλείας στο εσωτερικό των τόξων και πρόβλεψη για εορταστικό φωτισμό.
Επιστημονικό και εκπαιδευτικό ενδιαφέρον
Η γέφυρα της Τσακώνας έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον διεθνών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως το Imperial College του Λονδίνου, το οποίο οργανώνει τακτικές επισκέψεις μεταπτυχιακών φοιτητών για τη μελέτη της.
Οικονομικά και κοινωνικά οφέλη
Η κατασκευή της γέφυρας, με προϋπολογισμό περίπου 23 εκατομμύρια ευρώ, ολοκληρώθηκε σε 50 μήνες και απασχόλησε πάνω από 600 άτομα, κυρίως Έλληνες μηχανικούς και τεχνίτες. Παραδόθηκε στην κυκλοφορία το 2015. Με την ολοκλήρωσή της, αποκαταστάθηκε πλήρως ο αυτοκινητόδρομος Κορίνθου–Τρίπολης–Καλαμάτας, βελτιώνοντας σημαντικά τη συνδεσιμότητα και την ασφάλεια στην περιοχή.
πηγή: topgeargreece.gr