Απόψεις

Η αδικοπραξία στον αθλητισμό και η ευθύνη του αθλητικού σωματείου για τις πράξεις των μελών του

Η ευθύνη που προκύπτει από τις αδικοπραξίες στην αθλητική δραστηριότητα είναι δικαιοπρακτικής όσο και αδικοπρακτικής φύσης ως αθλητική ευθύνη με διοικητική- πειθαρχική, ηθική και ποινική διάσταση.
Στην αθλητική και αγωνιστική δραστηριότητα δημιουργούνται πολλές φορές σχέσεις και προβλήματα, που δεν μπορούν να υπαχθούν με ασφάλεια στο αντικείμενο του Αθλητικού Δικαίου αλλά στο κοινό δίκαιο και αντιστρόφως. Το δίκαιο δεν ρυθμίζει με ξεχωριστούς κανόνες την αδικοπραξία στην αθλητική δραστηριότητα. Είναι αναγκαίο κατά συνέπεια η έννοια αυτή να προσδιοριστεί μέσα από διατάξεις του κοινού δικαίου, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας των αθλητικών θεσμών, σχέσεων και ειδικών κανόνων του αθλητικού δικαίου. Κατά την αθλητική δραστηριότητα, είναι δυνατόν να προκληθεί ζημία, είτε στους ίδιους τους αθλητές είτε στους συμμετέχοντες με κάποιο τρόπο, άμεσα ή έμμεσα σε μια αθλητική εκδήλωση, όπου στο πλαίσιο των κανόνων της εθνικής έννομης τάξης, αφορούν την εξωσυμβατική, αδικοπρακτική ευθύνη. Ως αδικοπραξίες στην αθλητική δραστηριότητα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι παράνομες και άδικες πράξεις ή παραλήψεις προσώπων εμπλεκομένων στον αθλητισμό, είτε κατά τη διάρκεια αθλητικών εκδηλώσεων και αγώνων μέσα στον αγωνιστικό χώρο, είτε εκτός αγώνων σε οποιοδήποτε άλλο χώρο και κατά οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή στον ορίζοντα του αθλητικού θεσμού. Υποκείμενα αδικοπραξιών στην αθλητική δραστηριότητα και δεκτικά καταλογισμού ευθυνών, μπορούν να είναι οι αθλητές, οι προπονητές, οι διοικητικοί και άλλοι παράγοντες αθλητικών σωματείων, ενώσεων ή ομοσπονδιών, οι άρχοντες αθλητικών αγώνων (διαιτητές, κριτές, παρατηρητές) αλλά ακόμη και τα ίδια τα σωματεία, ομοσπονδίες κλπ. δηλαδή φυσικά ή νομικά πρόσωπα σχετιζόμενα άμεσα ή έμμεσα με την αθλητική δράση και το αθλητικό γίγνεσθαι. Το υπαίτιο αδικοπραξίας πρόσωπο στην αθλητική δραστηριότητα ταυτίζεται κατά κανόνα με εκείνο στο οποίο καταλογίζονται η αθλητική ευθύνη και ανάλογες διοικητικές, ποινικές ή κυρώσεις περί το φίλαθλο πνεύμα.

Στον ορίζοντα της αθλητικής δραστηριότητας οι αδικοπραξίες χάριν της επιστημονικής περαιτέρω μελέτης αλλά και χάριν της διερεύνησης της ευθύνης προς απονομή του δικαίου στον αθλητισμό, θα μπορούσαν ενδεικτικώς να διακριθούν με βάση τα κριτήρια: α) φύση του νομοθετήματος που προβλέπει για της αθλητικές πράξεις, β) φύση της πράξεως, γ) αντικείμενο που προσβάλλεται με την πράξη: πρόσωπο, πράγμα ή λειτουργία, δ) υπαίτια ή ανυπαίτια συμπεριφορά ή πρόθεση του ενεργούντος την πράξη. Με βάση αυτά τα κριτήρια, οι αδικοπραξίες στον αθλητισμό διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) Στις καθαρώς αθλητικώς άδικες, στις οποίες η αδικοπρακτική αθλητική ευθύνη εντοπίζεται μόνο εντός των ορίων της αθλητικής δράσης με αντίστοιχη τιμωρία αθλητική (πειθαρχική- ηθική) αλλά και ειδικώς ποινική και β) Στις άδικες πράξεις που λαμβάνουν χώρα στην αθλητική δραστηριότητα, οι οποίες όμως, αντιμετωπίζονται ως άδικες ούτως ή άλλως από το ποινικό δίκαιο και οι οποίες θα μπορούσαν να λάβουν χώρα σε κάθε άλλη μορφή κοινωνικής ζωής. Ενδεικτικές περιπτώσεις αδικοπραξιών στην αθλητική δραστηριότητα, οι οποίες αποτυπώνουν τη διάκριση αυτή είναι:

Πράξεις αθλητικώς άδικες: 1. Παραβάσεις του νόμου ή καταστατικού – εκτροπή αθλητικού σωματείου, 2. Παράνομη στέρηση ανάπτυξης προσωπικότητας, 3. Δημόσιες κρίσεις επί αθλητικών γεγονότων , 4. Παράνομες πράξες οικονομικού περιεχομένου, 5. Δωροληψία, δωροδοκία, υπόσχεση δολίων και παρανόμων παροχών, 6. Λήψη – χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών Doping και ηλεκτροδιέγερση αγωνιζόμενων ίππων, 7. Αντικανονική συμμετοχή σε αγώνα (πλαστοπροσωπία, παράνομη συμμετοχή αθλητή), ψευδής ιατρική βεβαίωση σε αθλητή, 8. Ανάρμοστη και αντιαθλητική συμπεριφορά- Προσβολή προσωπικότητας.

Άδικες πράξεις κατά το κοινό δίκαιο: 1. Σωματική και ηθική βλάβη α) εξύβριση, συκοφαντική δυσφήμηση, β) σωματικός και ψυχικός πόνος, γ) απάτη, εκβίαση κλπ, 2. Φθορά ξένης ιδιοκτησίας και διακεκριμένη φθορά, 3. Απλή και συκοφαντική δυσφήμηση, 4. Παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών και του νόμου περί μεσαζόντων, 5. Βιαιοπραγία, διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής αθλητικών αγώνων, 6. Μαύρη αγορά εισιτηρίων αθλητικών αγώνων και εκδηλώσεων, 7. Διάθεση σε σωματείο αθλητικών ή γυμναστικών αδασμολογήτων ειδών, 8. Έκτροπα σε αθλητικούς χώρους, βιαιοπραγία, ρίψεις αντικειμένων, κροτίδων κ.λ.π., 9. Doping

Συνεπώς πολλές περιπτώσεις αδικοπραξιών και εν γένει άδικων πράξεων μπορούν να τύχουν εφαρμογής και στην αθλητική δραστηριότητα. Ειδικότερα και ενδεικτικά αναφέρονται οι περιπτώσεις της προσβολής εκφάνσεων της προσωπικότητας και της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος έμμεσα αλλά και άμεσα από αδικοπραξία, ακόμη και παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημιάς. Είδη και μορφές ηθικής βλάβης είναι: α) ο σωματικός πόνος (σε περίπτωση τραυματισμού προσώπου), β) ο ψυχικός πόνος ή ψυχική οδύνη σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου), γ) η μείωση της κοινωνικής αξίας του προσώπου. Στις παραπάνω περιπτώσεις υφίσταται υποχρέωση αποζημίωσης ή και χρηματική ικανοποίηση του ζημιωθέντος. Στο Ποινικό Δίκαιο προβλέπονται αδικήματα, τα οποία είναι δυνατόν να τελεσθούν στο χώρο του αθλητισμού γενικά. Τέτοια είναι, η δια λόγων ή με έργα εξύβριση, σωματική βλάβη από αμέλεια, η με δόλο τελούμενη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η διακεκριμένη φθορά κλπ. Τα αδικήματα στον αθλητισμό κατά το κοινό δίκαιο, αντιμετωπίζονται ως ιδιώνυμα ποινικά, όπως είναι η εξύβριση, η βιαιοπραγία καθώς και οι δημόσιες δηλώσεις ή άλλες ενέργειες αθλητών, προπονητών, παραγόντων κλπ, που μπορεί να διαταράξουν την ομαλή διεξαγωγή αθλητικών αγώνων. Η εξύβριση στο χώρο του αθλητισμού αποτελεί μείωση της τιμής και της υπόληψης και πρόκληση ηθικής βλάβης ενώ ο χρόνος και ο χώρος που η εξύβριση έλαβε χώρα προκύπτει ζήτημα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης και χρηματική ικανοποίηση (ΜονΠρωτ 813/1994, στο: Επιθεώρηση Νομολογίας, 1994, Τ. Α’. 8. 1007) (Δημήτριος Παναγιωτόπουλος- Αθλητικό Δίκαιο- Συστηματική Θεμελίωση- Εφαρμογή- τόμος I, 2005, σελ. 439-454).

Οι συμμετέχοντες σε μια αθλητική δραστηριότητα οφείλουν να δρουν σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου περί αθλητισμού και των αντίστοιχων κανονισμών.

Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 41 Ν. 2725/1999, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3057/2002 (ΦΕΚ Α 239/10.10.2002) κάθε πρόσωπο που παρευρίσκεται ή συμμετέχει με οποιαδήποτε ιδιότητα και με οποιονδήποτε τρόπο στην εν γένει αγωνιστική δραστηριότητα των αθλητικών σωματείων, των τμημάτων αμειβόμενων αθλητών (Τ.Α.Α.) και των αθλητικών ανωνύμων εταιρειών (Α.Α.Ε.) πριν, στη διάρκεια και μετά τη λήξη των αθλητικών συναντήσεων, oφείλει να τηρεί τους νόμους, τους κανονισμούς και τους κανόνες του φίλαθλoυ πνεύματος. Τα ως άνω πρόσωπα οφείλουν να συμβάλλουν στη διασφάλιση συνθηκών ομαλής διεξαγωγής των αθλητικών συναντήσεων, στο μέτρο και στο βαθμό των αρμοδιοτήτων τους. Απαγορεύεται οποιαδήποτε δημόσια δήλωση ή άλλη ενέργεια αθλητών, προπονητών, μελών διοικήσεων αθλητικών σωματείων, ενώσεων, ομοσπονδιών, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε. ή διαιτητών που μπορεί να διαταράξει την ομαλή διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης ή να πυροδοτήσει την ένταση και την αντιπαράθεση μεταξύ φιλάθλων. Η με οποιονδήποτε υπαίτιο τρόπο συμμετοχή σε πράξεις που δυσφημούν τον αθλητισμό, συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση που συνεκτιμάται από τα Αρμόδια πειθαρχικά όργανα, όπως ορίζεται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις ή τις διατάξεις των οικείων κανονισμών ή από άλλες διατάξεις.
Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 130 Ν. 2725/1999 οι ασχολούμενοι με τα κάθε είδους αθλήματα και τις εν γένει αθλητικές, αγωνιστικές ή γυμναστικές εκδηλώσεις, καθώς και οι παρακολουθούντες τις εκδηλώσεις αυτές, οφείλουν να τηρούν τις αρχές του φιλάθλου πνεύματος και των παραδόσεων του αθλητισμού και του ολυμπιακού ιδεώδους. Η παράβαση των ανωτέρω αρχών επισύρει στους παραβάτες ως κύρωση την οριστική ή για ορισμένη χρονική διάρκεια απαγόρευση παρακολούθησης οποιασδήποτε αθλητικής εκδήλωσης, συμμετοχής τους υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, ως διοικούντων, μελών, αθλητών προπονητών, γυμναστών στα κάθε είδους αθλητικά, γυμναστικά και αγωνιστικά σωματεία, ενώσεις, επαγγελματικούς συνδέσμους ή ομοσπονδίες, καθώς και της συμμετοχής τους ως διαιτητών, παρατηρητών ή ιατρών αγώνων. Η ποινή αυτή επιβάλλεται από την Επιτροπή Φιλάθλου Πνεύματος (Ε.ΦΙ.Π.). όπως μετονομάζεται η Επιτροπή Φιλάθλου Ιδιότητος (Ε.Φ.Ι.).

Κατά το άρθρο 26 του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. 2015 όλες οι Ενώσεις και τα σωματεία της δύναμής τους, οι Π.Α.Ε. και τα σωματεία που μετέχουν στα πρωταθλήματα Α΄ και Β΄ Εθνικής κατηγορίας, τα μέλη των διοικήσεών τους, ή πρόσωπα συνδεόμενα με οποιαδήποτε σχέση με αυτές ή πάσης φύσεως εκπρόσωποί τους ενώπιον των επαγγελματικών ενώσεων και των άλλων διαφόρων επιτροπών, οργάνων και αρχών που γενικότερα εμπλέκονται στο άθλημα του ποδοσφαίρου, τα μέλη των επιτροπών της Ε.Π.Ο. και των Ενώσεων, το υπαλληλικό τους προσωπικό, οι ποδοσφαιριστές τους, οι διαιτητές, προπονητές, γιατροί, φροντιστές, φυσικοθεραπευτές, διερμηνείς, οι φίλαθλοι και γενικά οποιοδήποτε πρόσωπο με οποιαδήποτε ιδιότητα μετέχει στη δραστηριότητα της Ε.Π.Ο., των Ενώσεων, των Π.Α.Ε. και σωματείων, έχουν την υποχρέωση να τηρούν τους κανόνες του φιλάθλου πνεύματος και να συμμορφώνονται με το Καταστατικό, τους κανονισμούς, τις οδηγίες και εγκυκλίους της Ε.Π.Ο.
Η τυχόν παράβαση ή μη συμμόρφωση των παραπάνω νομικών και φυσικών προσώπων με το Καταστατικό, τους κανονισμούς, τις οδηγίες και εγκυκλίους της Ε.Π.Ο., τις αποφάσεις των θεσμοθετημένων ποδοσφαιρικών οργάνων, σχετικά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα που έχουν, καθώς και οποιαδήποτε εκ μέρους τους ενέργεια που αποσκοπεί στην καταστρατήγηση των ως άνω, τιμωρείται από το κατά 36 αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο με την απαραίτητη προϋπόθεση της προηγούμενης κλήσης σε έγγραφη ή αυτοπρόσωπη απολογία του Κώδικα. Κατά το άρθρο 13 του Κώδικα Δεοντολογίας της Ε.Π.Ο. 2015 τα ως άνω πρόσωπα είναι υποχρεωμένα να σέβονται το Καταστατικό της Ε.Π.Ο. και όλους τους ισχύοντες κανονισμούς που αφορούν την λειτουργία και οργάνωση του ποδοσφαίρου, όπως και τις δεσμευτικές διατάξεις και οδηγίες της FIFA και της UEFA. και να επιδεικνύουν την δέσμευσή τους αυτή, αντανακλώμενη σε μία συμπεριφορά, αξιοπρεπή, ηθική και σύμφωνη με τους κανόνες της δεοντολογίας. Θα λειτουργούν και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων και των υποχρεώσεών τους με πλήρη αξιοπιστία και ακεραιότητα. Δεν επιτρέπεται να κάνουν κατάχρηση της θέσεώς τους με οποιονδήποτε τρόπο, ιδιαίτερα δε να εκμεταλλεύονται την θέση τους προκειμένου να προωθήσουν ή/και να εξυπηρετήσουν προσωπικούς σκοπούς ή να αποκομίσουν χρηματικά ή άλλα οφέλη. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 24 του ίδιου Κώδικα τα ως άνω πρόσωπα οφείλουν να σέβονται την σωματική και πνευματική ακεραιότητα και να διασφαλίζουν ότι προστατεύονται, γίνονται σεβαστά και διασφαλίζονται τα ατομικά δικαιώματα κάθε προσώπου με το οποίο έρχονται σε επικοινωνία και το οποίο επηρεάζεται από τις πράξεις τους.

Οι παραβάσεις των παραπάνω διατάξεων επιφέρουν κυρώσεις τόσο πειθαρχικές όσο και διοικητικές και στους ίδιους τους συμμετέχοντες και στα σωματεία αυτών.

Κάθε αθλητικό σωματείο ευθύνεται για τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις των παικτών και εν γένει των συντελεστών του, ως προστήσαν αυτών. Άλλωστε εναγόμενος για τη καταβολή της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης κατ΄ εφαρμογή της ΑΚ 59 είναι ο προσβαλών την προσωπικότητα αλλά και τρίτο πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την προσβολή που έλαβε χώρα από άλλον, όπως π.χ. ο προστήσας. Σε περίπτωση που η προσβολή της προσωπικότητας πραγματοποιήθηκε από κοινή πράξη περισσοτέρων (συγχρόνως ή διαδοχικώς) εφαρμόζεται η ΑΚ 926. Εναγόμενος για την πληρωμή της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατ ΄ εφαρμογή της ΑΚ 932 είναι ο υπεύθυνος για την αδικοπραξία και αν οι υπεύθυνοι είναι περισσότεροι, θα εφαρμοστούν τα άρθρα 926 και 927 ΑΚ.

Σύμφωνα με το άρθρο 41 Ζ΄ Ν. 2725/1999, για τις παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 41 έως 41 ΣΤ του νόμου επιβάλλονται πειθαρχικές και άλλες κυρώσεις στους συμμετέχοντες σε μία αθλητική συνάντηση της ομάδας τους, ήτοι στους αθλητές και προπονητές, ενώ για τις παραβάσεις των προσώπων αυτών ευθύνονται και τα αθλητικά τους σωματεία, ήτοι οι ανώνυμες αθλητικές τους εταιρείες (κοινώς οι ομάδες τους). Συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 του άρθρου 41 Ζ΄ Ν. 2725/1999 ορίζονται οι ποινές των αθλητών και των προπονητών σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 41 κατά το οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε δημόσια δήλωση ή άλλη ενέργεια αθλητών, προπονητών, μελών διοικήσεων αθλητικών σωματείων, ενώσεων, ομοσπονδιών, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε. ή διαιτητών που μπορεί να διαταράξει την ομαλή διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης ή να πυροδοτήσει την ένταση και την αντιπαράθεση μεταξύ φιλάθλων.
Οι ποινές κατά την παράγραφο 3 είναι η απαγόρευση συμμετοχής στους αθλητές και προπονητές στις επίσημες αθλητικές συναντήσεις της ομάδας τους για τουλάχιστον δύο αγώνες και πρόστιμο 10.000 ευρώ τουλάχιστον σε προπονητές ομάδων Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α. και επαγγελματίες αθλητές και 3.000 ευρώ σε προπονητές ερασιτεχνικών σωματείων και ερασιτέχνες αθλητές, σε περίπτωση δε υποτροπής οι ποινές διπλασιάζονται. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 41 Ζ’ Ν. 2725/1999, η οποία αντικαταστάθηκε με την παρ.2 άρθρ.7 Ν.3262/2004,ΦΕΚ Α 173/15.9.2004, σε περίπτωση τιμωρίας των αθλητών και των προπονητών, τιμωρείται πάντοτε και το οικείο αθλητικό σωματείο με πρόστιμο τουλάχιστον 3.000 ευρώ, για τις Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α. τουλάχιστον 15.000 ευρώ, και ειδικά για τις Π.Α.Ε. που αγωνίζονται στην Α` εθνική κατηγορία ποδοσφαίρου και τις Κ.Α.Ε. που αγωνίζονται στην Α 1 εθνική κατηγορία καλαθοσφαίρισης τουλάχιστον 50.000 ευρώ και σε επιβαρυντικές περιπτώσεις με ποινή διεξαγωγής των αγώνων χωρίς θεατές (κεκλεισμένων των θυρών).

Στο άρθρο 1 του Ν. 4326/2015 (με τον οποίο θεσπίζονται τα διοικητικά μέτρα κατά της βίας στον αθλητισμό) ορίζεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που σχετίζεται με τον αθλητισμό, όπως και κάθε αθλητικός φορέας, οφείλει να προβαίνει σε κάθε δυνατή ενέργεια πρόληψης και αποτροπής φαινομένων βίας στο χώρο του αθλητισμού, εντός ή εκτός των αθλητικών χώρων. Σε περίπτωση δε τέλεσης τέτοιων φαινομένων βίας επιβάλλονται πρόστιμα όχι μόνο στα φυσικά πρόσωπα αλλά και στα οικεία αθλητικά σωματεία (Αθλητική Ανώνυμη Εταιρεία), με τα οποία συνδέονται τα φυσικά πρόσωπα.

Στο άρθρο 26, παράγραφος 1 του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. 2015 ορίζεται η υποχρέωση οποιουδήποτε συμμετέχει στη δραστηριότητα των αθλητικών σωματείων (ποδοσφαιριστές, προπονητές κλπ) να τηρεί του κανόνες του φίλαθλου πνεύματος και να συμμορφώνεται με το Καταστατικό, του κανονισμούς, τις οδηγίες και εγκυκλίους της Ε.Π.Ο. Η αυτή υποχρέωση αναλύθηκε και ανωτέρω (βλ. σελ. 23). Σε περίπτωση παράβασης ή μη συμμόρφωσης τιμωρούνται από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 26 του Πειθαρχικού Κώδικα της Ε.Π.Ο. ορίζεται ότι παράλληλα κάθε ομάδα είναι υπεύθυνη για τις πράξεις και παραλείψεις όλων όσων με οποιονδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε ιδιότητα συνδέονται με αυτή, όπως είναι τα πρόσωπα τα οποία να αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι ποδοσφαιριστές και προπονητές.

Υποκείμενα, επομένως, αδικοπραξιών στην αθλητική δραστηριότητα και δεκτικά καταλογισμού ευθυνών μπορεί να είναι αθλητές, προπονητές και τα ίδια τα σωματεία δηλαδή φυσικά ή νομικά πρόσωπα σχετιζόμενα άμεσα ή έμμεσα με την αθλητική δράση και το αθλητικό γίγνεσθαι.
Το υπαίτιο αδικοπραξίας πρόσωπο στην αθλητική δραστηριότητα ταυτίζεται κατά κανόνα με εκείνο στο οποίο καταλογίζονται η αθλητική ευθύνη και ανάλογες διοικητικές, ποινικές ή κυρώσεις περί το φίλαθλο πνεύμα. Εφόσον επομένως, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, για τις πράξεις και τις παραλείψεις των προσώπων που συνδέονται με μία ομάδα επιβάλλονται κυρώσεις όχι μόνο στο πρόσωπο αυτό (π.χ. ποδοσφαιριστής, προπονητής κλπ) αλλά και στην ίδια την ομάδα, τότε η ίδια η ομάδα καθίσταται υπαίτιο αδικοπραξίας πρόσωπο στην αθλητική δραστηριότητα. Από τα ως άνω προκύπτει ότι το αθλητικό σωματείο με το οποίο συνδέεται ένας αθλητής ή προπονητής είναι υπεύθυνο για της πράξεις και τις παραλείψεις του, καθώς για οποιαδήποτε παράβαση νόμου, καταστατικού κλπ από έναν αθλητή ή προπονητή επιβάλλονται κυρώσεις όχι μόνο σε αυτό αλλά και στο αθλητικό σωματείο (αθλητική ανώνυμη εταιρεία, ομάδα κλπ) με το οποίο συνδέεται. Καθιερώνεται δηλαδή αντικειμενική ευθύνη της αθλητικής ομάδας για τις αδικοπραξίες των προσώπων που συνδέονται με αυτή (ποδοσφαιριστές, αθλητές, προπονητές κλπ), και καθίσταται η αθλητική ομάδα υπαίτιο πρόσωπο αδικοπραξίας καθώς όπως αναλύθηκε και ανωτέρω επιβάλλονται και σε αυτό πειθαρχικές και άλλες κυρώσεις. Να σημειωθεί δε ότι μία αθλητική ομάδα ευθύνεται για τις αδικοπραξίες των οπαδών της (ρίξιμο κροτίδων, βεγγαλικών, αταξία σε κερκίδες, σπάσιμο καθισμάτων κλπ), ήτοι για πρόσωπα που είναι άσχετα με αυτή, παρόλο αυτά για τα βίαια επεισόδια, που προκαλούνται από αυτά, επιβάλλονται σε αυτή πειθαρχικές ποινές. Καταλογίζεται επομένως αντικειμενική ευθύνη στην αθλητική ομάδα για πράξεις των οπαδών της, παρόλο που οι αυτουργοί και οι υπαίτιοι της αδικοπραξίας είναι άλλα πρόσωπα και μάλιστα πολλές φορές άγνωστα. Εφόσον επομένως μια αθλητική ομάδα ευθύνεται για πράξεις προσώπων (οπαδών) που είναι άσχετα με αυτή, πόσο μάλλον ευθύνεται για τις πράξεις των παικτών και των προπονητών της, πρόσωπα τα οποία συνδέονται άμεσα με αυτή. Η αντικειμενική ευθύνη επομένως μιας αθλητικής ομάδας καθίσταται όχι μόνο για τις πράξεις των προσώπων που συνδέονται με αυτή (παίκτες, προπονητές κλπ) αλλά και για τις πράξεις των προσώπων που δεν συνδέονται με αυτή (οπαδοί, φίλαθλοι κλπ) (Παναγιωτόπουλος, Αθλητικό Δίκαιο, Συστηματική Θεμελίωση – Εφαρμογή, Τόμος I, σελ. 442-444).

Στο άρθρο 85 παρ. 1 και 2 του Ν. 2725/1999 ορίζονται οι σχέσεις του αθλητή με το αθλητικό σωματείο στο οποίο εργάζεται. Συγκεκριμένα επαγγελματίας αθλητής είναι εκείνος που συνδέεται με Α.Ε.Ε. (Αθλητική Ανώνυμη Εταιρεία), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για παροχή αθλητικών υπηρεσιών. Ο επαγγελματίας αθλητής συνδέεται με συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών με Αθλητική Ανώνυμη Εταιρεία (Π.Α.Ε για τα επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου) (Παναγιωτόπουλος, Εργασιακές Σχέσεις στον Αθλητισμό, 2007, σελ. 60). Στην παράγραφο 4 του άρθρου 85 ορίζεται ότι η σύμβαση εργασίας αθλητή με αμοιβή ή επαγγελματία αθλητή διέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και του νόμου αυτού. Οι συμβάσεις επομένως των επαγγελματιών αθλητών είναι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας για την παροχή αθλητικών υπηρεσιών. Η παροχή ων αθλητικών υπηρεσιών, κατά τον αθλητικό νόμο, αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ο επαγγελματίας αθλητής αποκτά την αθλητική ιδιότητα κατά πλάσμα δικαίου, παρότι η ενασχόλησή τους με τον αθλητισμό γίνεται χάριν του αθλητισμού και της ιδέας του, αλλά κυρίως για την ικανοποίηση των οικονομικών τους συμφερόντων και φυσικά των συμφερόντων του εργοδότη τους, μέσω του αθλητισμού με το συγκεκριμένο άθλημα. Καθίσταται δε φανερό ότι η δραστηριότητα αυτή δια των συγκεκριμένων αθλημάτων οργανώνεται με σκοπό την προσωπική οικονομική ανάπτυξη και ωφέλεια, και με τους αθλητές ως μοχλούς παροχής υπηρεσίας προς την κατεύθυνση αυτή.

Tα θέματα των προπονητών ρυθμίζονται πλέον κατά κύριο λόγο στο άρθρο 31 του αθλητικού νόμου 2525/1999. Στον επαγγελματικό Αθλητισμό οι συμβάσεις των προπονητών κρίνονται κυρίως ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας (βλ. ΕφΑθ 1278/93 και Μ.Π.Πειραιά 1063/91 με τις οποίες κρίθηκε ότι η σύμβαση Προπονητή ποδοσφαίρου είναι ορισμένου χρόνου και αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας). Στη νομολογία διαμορφώθηκε κριτήριο υπέρ εξαρτημένης εργασίας, καθώς αυτή έχει δεχθεί ότι υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όταν ο εργαζόμενος αμείβεται με μισθό, ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού και καταβολής του και επειδή επιπλέον υποβάλλεται σε εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα που έχει ο εργοδότης να ασκεί έλεγχο και άμεση εποπτεία στον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της προπονητικής υπηρεσίας, όπως και να παρέχει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες για τον εργαζόμενο, με σκοπό την παροχή προπονητικών υπηρεσιών κατά τον ειδικό τρόπο αυτό (βλ. άρθρα 648, 652 Α.Κ. και 6 Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την Π.Υ.Σ. 324/1946, ισχύοντος του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ). Στο δικαϊικό μας σύστημα ως κριτήριο διάκρισης παροχής των προπονητικών υπηρεσιών έχει παγιωθεί, στο σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων, η εξάρτηση κατά την παροχή των υπηρεσιών στον εργοδότη. Οι προπονητές κατέχουν τη φίλαθλη ιδιότητα κατά πλάσμα δικαίου καθώς δεν παρέχουν τις υπηρεσίες τους χάριν του αθλητισμού, αλλά διά μέσου αυτού και κατ’ άμεση εξάρτηση τους από τον εργοδότη, προς όφελος του εργοδότη. Βρίσκονται επομένως σε καθεστώς επιχείρησης με αποκλειστικό σκοπό την προσπόριση οικονομικού οφέλους και υπέρ των σκοπών του εργοδότη. Παρέχουν προπονητική υπηρεσία ως εξαρτημένη εργασία, προβάλλοντας το διευθυντικό δικαίωμα και με το κριτήριο της αποκλειστικότητας της παροχής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ ποδοσφαιρικών εταιρειών και προπονητών ή βοηθών προπονητών είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (221/1992 ΕφΘρ), καθόσον ο προπονητής ή ο βοηθός του τελεί, κατά την εκτέλεση της συμβατικά οφειλόμενης υπηρεσίας του, κάτω από τις οδηγίες και τον έλεγχο του εργοδότη, ο οποίος καθορίζει τον τόπο, το χρόνο και την έκταση της μέσα στα συμβατικά πλαίσια ή τα νόμιμα όρια κατά δεσμευτικό τρόπο για τον προπονητή, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να υποτάσσεται και να ακολουθεί τις οδηγίες που του δίνονται, έστω και αν έχει κάποια πρωτοβουλία ως προς τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας, δοθέντος ότι η εργασία αυτή δεν μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη σε σχέση με τις εντολές που του έχουν δοθεί (βλ. ΑΠ 14/1985, ΝοΒ 33, 229, ΑΠ 429/1978 ΝοΒ 27, 196, Α. Ταμπάκη, Σχέσις εξηρτημένης εργασίας, ΔΕΝ 46, 547, Μ. Σταθοπούλου και Κ. Καλαβρού, Γνωμοδοτήσεις στο ΝοΒ 34, 525 επ., 535 επ.). Ο χαρακτήρας π.χ. της συμβάσεως προπονητή ποδοσφαίρου, ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δεν αλλάζει από το γεγονός ότι ο προπονητής αναπτύσσει πρωτοβουλία, μέσα στα πλαίσια των όρων της σύμβασης εργασίας, ως προς τον τρόπο εκτέλεσής της (ΕφΘεσ 1405/1994, Αρμενόπουλος (1994), σελ. 693) (Παναγιωτόπουλος, Εργασιακές Σχέσεις στον Αθλητισμό, 2007, σελ. 79-98).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παρανόμως κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας, που μπορεί να είναι και αντιπροσωπευόμενος σε υλικές ενέργειες, διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα αντιπρόσωπο του κατά τη διενέργεια υλικών κυρίως ενεργειών σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του ή ο τελευταίος υπόκειται σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί βάσει συμβάσεως (σύμβαση εργασίας, εντολής κ.λπ.), ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν την μεταξύ τους σχέση, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσον για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 331/2010, 1224/2008, 425/2007, 1353/2007, 1507/2005, 306/2005, 957/2003 ΝΟΜΟΣ), που κατέστη (η τέλεση) δυνατή, εξαιτίας ακριβώς της θέσεως των μέσων και των ευκαιριών που ανέθεσε ο αντιπροσωπευόμενος (προστήσας) στο πλαίσιο της ειδικής σχέσεως προς τον αντιπρόσωπο του (προστηθέντα) και με την χρησιμοποίηση τους για άλλο σκοπό από εκείνον για τον οποίο του ανατέθηκαν. Θα πρέπει δε ο προστηθείς να τελούσε έστω και υπό τις γενικές οδηγίες και τις εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, χωρίς να είναι απαραίτητη και η διαρκής επίβλεψη του, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση πάντως ότι ο προστηθείς ενεργούσε προς διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικώς προς εξυπηρέτηση συμφερόντων του προστήσαντος (ΑΠ 290/2011, ΝΟΜΟΣ, 253/2013 ΕφΑθ).

Καθιερώνεται, επομένως από μόνη τη σχέση πρόστησης, η απόλυτη ευθύνη του κυρίου προστήσαντος για την παράνομη πράξη κατά την υπηρεσία, από τον υπηρέτη ή προστηθέντα, προξενηθείσα ζημία σε τρίτο δηλαδή καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος και υποκειμενική ευθύνη του προστηθέντα. Μάλιστα προσωπικό πταίσμα του προστηθέντα δεν αίρει την ευθύνη του προστήσαντα καθώςη ευθύνη του είναι γνήσια αντικειμενική (899/2014 ΑΠ).
Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από κάποιο πρόσωπο (του προστήσαντος), ενός άλλου προσώπου φυσικού ή νομικού (του προστηθέντος), σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου. Δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της ευθύνης από αλλότριες πράξεις είναι η ωφέλεια την οποία ο προστήσας αποκομίζει από την ανάμειξη του ενδιάμεσου προσώπου, το οποίο εντάσσει στο πεδίο της δραστηριότητας του (επαγγελματικής, επιχειρηματικής κλπ.). Με τη χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων ο προστήσας επεκτείνει το πεδίο της επιχειρηματικής κυρίως δράσης του, το πεδίο εξουσίας και επιρροής του και κατά συνέπεια διευρύνει και τη δυνατότητα κερδών του. Είναι, επομένως, εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη και τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των χρησιμοποιουμένων προσώπων, αφού αυτός καρπώνεται και τα οφέλη της. Άλλωστε, με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν (ΕφΑθ 197/1988, ΕλλΔνη 1988/1239 – Απ. Γεωργιάδη, Ενοχ. Δίκαιο, Γεν. Μέρος, 1999, σελ. 625, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχ. Δίκαιο, 1998, σελ. 136 – Δεληγιάννη – Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δίκαιο, σελ. 1681). Ο προστήσας ευθύνεται σε αποζημίωση του τρίτου που ζημιώθηκε από τη συμπεριφορά του προστηθέντος. Επίσης υπέχει ευθύνη και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Η ευθύνη του προστήσαντος δεν συνιστά λόγο άρσης της ευθύνης του προστηθέντος, ο οποίος, υπό τη συνδρομή των όρων της ΑΚ 914, υπέχει υποχρέωση αποζημίωσης. Έτσι μεταξύ του προστήσαντος και προστηθέντος δημιουργείται ενοχή εις ολόκληρον έναντι του ζημιωθέντος (926 εδ. α΄περ. 2 ΑΚ) (Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 922, σελ. 982).

Η εκπροσώπηση από τον προστηθέντα των συμφερόντων του προστήσαντος δεν απαιτείται να είναι εμφανής στους τρίτους, η δε σχέση προστήσεως έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων και μπορεί να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής, στη βάση της σχέσης πρόστησης μπορεί να είναι και οποιαδήποτε άλλη βιοτική σχέση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, σημειουμένου ότι είναι αδιάφορο αν η ανωτέρω σχέση στην οποία βασίζεται η πρόστηση είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι, ή αν η σχέση πρόστησης είναι διαρκής ή ευκαιριακή, ενόψει τέλεσης συγκεκριμένης πράξης (Α.Π 121/2002, ΕλλΔνη 2002/1614 – Α.Π 380/1979 ΝοΒ 27/1437 – Α.Π 194/1976, ΝοΒ 24/718 – ΕφΚερκ 213/2000, ΔΕΝ 2001/1107 –Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Α.Κ., τόμ. IV, άρθρο 922, αρ. 14).

Εξάλλου, τόσο ο προστήσας όσο και ο προστηθείς είναι δυνατόν να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η ανάπτυξη από τον προστηθέντα πρωτοβουλίας και δικής του σφαίρας δράσης μέσα στο πλαίσιο του πεδίου δράσης του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.π., αρ. 29 – Αγαλλόπουλου – Ζερβογιάννη, θέματα αστικής ευθύνης σελ. 54 επ.). Ενώ συγχρόνως, πρέπει να σημειωθεί ότι για την εξάρτηση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος δεν απαιτείται η παροχή δεσμευτικών ειδικών οδηγιών, όσον αφορά το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας, αλλά αρκεί η παροχή γενικών οδηγιών ή μιας γενικής εποπτείας (Α.Π 1270/1989, ΕλλΔνη 32/765 – Α.Π 300/1980, ΝοΒ 28/1723). Επιρρίπτονται δηλαδή στον προστήσαντα όλοι οι τυπικοί κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με τη δραστηριότητα την οποία ανέθεσε στον προστηθέντα και αν ακόμη προήλθαν από κατάχρηση των καθηκόντων του προστηθέντος ή υπέρβαση των διαταγών και οδηγιών που του δόθηκαν (ΑΠ 765/1984, ΝοΒ 33/607, ΑΠ 691/1978, ΝοΒ 27/525).

Άλλωστε έχει κριθεί από τη νομολογία ότι εφόσον υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας τεκμαίρεται ότι υπάρχει και σχέση πρόστησης ιδιωτικού δικαίου, καθώς μέσω της σχέσης εξαρτημένης εργασίας ο εργοδότης αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του (899/2014 ΑΠ).

Συνεπώς από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σε περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας από συμμετέχοντα σε αθλητική εκδήλωση (με οποιαδήποτε ιδιότητα) κατά την τέλεση των καθηκόντων του, εκτός από αυτόν ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και το προστήσαν αθλητικό του σωματείο για τη ζημία που προκλήθηκε από αυτή (αδικοπραξία).

Λένα Πολύζου
Δικηγόρος
Πηγή
Email: info@efotopoulou.gr

To Top